-
1 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
2 возвращение
возвращение с 1) (чего-л.) η επιστροφή το γύρισμα 2) (домой и т. п.) η επιστροφή, о γυρισμός \возвращение на родину о επαναπατρισμός* * *с1) (чего-л.) η επιστροφή, το γύρισμα2) (домой и т. п.) η επιστροφή, ο γυρισμόςвозвраще́ние на ро́дину — ο επαναπατρισμός
-
3 возврат
-а α.1. επιστροφή, απόδοση, επανάδοση, γύρισμα•возврат книги επιστροφή του βιβλίου•
возврат ссуды επιστροφή του δανείου.
2. υποτροπή, επανεμφάνιση•возврат болезни υποτροπή της ασθένειας.
εκφρ.без -а – χωρίς επιστροφή, ανεπιστρεπτί. -
4 возвратный
επ.1. της επιστροφής, της επανόδου•возвратный путь οδός επιστροφής•
на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.
|| υπόστροφος•возвратный тиф υπόστροφος τύφος.
2. με επιστροφή•-ая ссуда δάνειο με επιστροφή.
3. (γραμμ.):-ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•
возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•
-ая форма глагола η παθητική φωνή•
возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•
возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.
-
5 обратный
επ.αντίστροφος, αντίθετος• της επιστροφής, της επανόδου•обратный путь επάνοδος, επιστροφή•
на -ом пути στην επάνοδο, στην επιστροφή, στο γύρισμα•
в -ом направлении σε αντίθετη κατεύθυνση•
-ое движение воды παλίρροια•
-ое движение αντίθετη κίνηση•
обратный ход αντίθετη φορά•
-ая сторона η αντίθετη(η άλλη) πλευρά, η ανάποδη•
-ая пропорциональность αντίστροφη αναλογία.
εκφρ.обратный адрес – η διεύθυνση του αποστολέα•обратный билет – εισιτήριο με επιστροφή (αλερετούρ)•- ая сила закона – αναδρομική ισχύς του νόμου. -
6 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
7 обратный
обратный αντίστροφος, αντίθετος· \обратный путь η επιστροφή, ο γυρισμός· \обратныйая сторона η ανάποδη· в \обратныйую сторону προς την αντίθετη κατεύθυνση* * *αντίστροφος, αντίθετοςобра́тный путь — η επιστροφή, ο γυρισμός
обра́тная сторона́ — η ανάποδη
в обра́тную сто́рону — προς την αντίθετη κατεύθυνση
-
8 путь
путь м 1) (дорога) о δρόμος, η πορεία· по пути στο δρόμο· на обратном пути στην επιστροφή 2) (поездка) το ταξίδι· счастливого пути! καλό ταξίδι!* * *м1) ( дорога) ο δρόμος, η πορείαпо пути́ — στο δρόμο
на обра́тном пути́ — στην επιστροφή
2) ( поездка) το ταξίδιсчастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!
-
9 туда
туда εκεί* \туда и обратно με επιστροφή* \туда и сюда εδώ κι εκεί; не \туда όχι εκεί* * *туда́ и обра́тно — με επιστροφή
туда́ и сюда́ — εδώ κι εκεί
не туда́ — όχι εκεί
-
10 безвозвратный
безвозвратн||ыйприл1. (утраченный навсегда) περασμένος, χαμένος:\безвозвратныйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια;2. (не подлежащий возврату) χωρίς ἐπιστροφή, ἀγύριστος, ἀνεπίστρεπτος:\безвозвратныйая ссуда δάνειο χωρίς ἐπιστροφή, δάνειο ἀνεπίστρεπτο. -
11 возврат
возвратм ἡ ἐπιστροφή, ὁ γυρισμός/ ἡ ἐξόφληση [-ις], τό ξεπλήρωμα (ссуды, денег):\возврат долга ἡ ἐπιστροφή (или ἡ ἀνταπόδοση) τοῦ χρέους. -
12 возвращение
возвращениес1. см. возврат·2. (к чему-л., откуда-л.) ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος, ὁ γυρισμός, τό ξαναγύρισμα:\возвращение на родину ὁ ἐπαναπατρισμός, ἡ ἐπιστροφή στήν πατρίδα. -
13 безвозвратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αγύριστος, χαμένος για πάντα•-ая потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
-ое прошедшее το αγύριστο παρελθόν.
2. ανεπίστρεπτος, χωρίς επιστροφή•-ая ссуда δάνειο χωρίς επιστροφή.
-
14 возвращение
-я ουδ.1. επιστροφή, επάνοδος, γύρισμα, -μός, επανάκαμψη.2. απόδοση, επιστροφή, γύρισμα (χρημάτων, ειδών κ.τ.τ.).3. (επ)ανάκτηση, επαναφορά• ανάνηψη (υγείας, δυνάμεων, αισθήσεων κ.τ.τ.). -
15 отдача
-и θ.1. απόδοση, επανάδοση, επιστροφή•отдача долга πληρωμή χρέους, απόδοση οφειλής.
2. παράδοση•отдача вещей на хранение παράδοση πραγμάτων για διαφύλαξη.
|| παραχώρηση.3. (από)δοση, δόσιμο.4. τίναγμα, κλώτσι-μα, λάκτισμα όπλου.5. χαλάρωμα, ξελασκάρισμα ξέσφιγμα• αμολάρισμα.6. (αθλτ.) δόσιμο, μετάδοση της ποδόσφαιρας κ.τ.τ., πάσσα.εκφρ.отдача якоря – αγκυροβόληση•без -и – χωρίς επιστροφή, ανεπιστρεπτί•отдача внам – εκμίσθωση, ενοικίαση. -
16 слетать
-
17 возвратить
1. (отдать обратно, вернуть в исходное положение) αποδίδω, επιστρέφωγυρίζω πίσω, επαναφέρω2. (вновь обрести) (επ)ανακτώ 3. (заставить вернуться) γυρίζω, υποχρεώνω σε επιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвратить
-
18 возвратный
1. мед. υπότροφος 2. грам. αυτοπαθής 3. (ο денежных средствах) με επιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвратный
-
19 возвращение
(в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά, η επάνοδος, το ξαναγύρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвращение
-
20 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
См. также в других словарях:
Επιστροφή — (epistrophe) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστροφή — turning about fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… … Dictionary of Greek
επιστροφή — η 1. το να δίνεται κάτι πίσω, γύρισμα: Επιστροφή των δανεικών. 2. η επάνοδος σε κάποιο τόπο, ο γυρισμός, το ξαναγύρισμα: Η επιστροφή του ξενιτεμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστροφῇ — ἐπιστροφῆι , ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc dat sg (epic ionic) ἐπιστροφή turning about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρόφη — ἐπί στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) ἐπί στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπί στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στροφέω cause… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφαῖς — ἐπιστροφή turning about fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφαί — ἐπιστροφή turning about fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφῇσι — ἐπιστροφή turning about fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφήν — ἐπιστροφή turning about fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφῶν — ἐπιστροφή turning about fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)